Jump to content

αξομολόητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξομολόητος (axomolóitosm (feminine αξομολόητη, neuter αξομολόητο)

  1. (colloquial) Alternative form of αξομολόγητος (axomológitos)

Declension

[edit]
Declension of αξομολόητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξομολόητος (axomolóitos) αξομολόητη (axomolóiti) αξομολόητο (axomolóito) αξομολόητοι (axomolóitoi) αξομολόητες (axomolóites) αξομολόητα (axomolóita)
genitive αξομολόητου (axomolóitou) αξομολόητης (axomolóitis) αξομολόητου (axomolóitou) αξομολόητων (axomolóiton) αξομολόητων (axomolóiton) αξομολόητων (axomolóiton)
accusative αξομολόητο (axomolóito) αξομολόητη (axomolóiti) αξομολόητο (axomolóito) αξομολόητους (axomolóitous) αξομολόητες (axomolóites) αξομολόητα (axomolóita)
vocative αξομολόητε (axomolóite) αξομολόητη (axomolóiti) αξομολόητο (axomolóito) αξομολόητοι (axomolóitoi) αξομολόητες (axomolóites) αξομολόητα (axomolóita)