αξομολόγητος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αξεμολόγητος (axemológitos)
- αξομολόητος (axomolóitos) (colloquial)
Adjective
[edit]αξομολόγητος • (axomológitos) m (feminine αξομολόγητη, neuter αξομολόγητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξομολόγητος (axomológitos) | αξομολόγητη (axomológiti) | αξομολόγητο (axomológito) | αξομολόγητοι (axomológitoi) | αξομολόγητες (axomológites) | αξομολόγητα (axomológita) | |
genitive | αξομολόγητου (axomológitou) | αξομολόγητης (axomológitis) | αξομολόγητου (axomológitou) | αξομολόγητων (axomológiton) | αξομολόγητων (axomológiton) | αξομολόγητων (axomológiton) | |
accusative | αξομολόγητο (axomológito) | αξομολόγητη (axomológiti) | αξομολόγητο (axomológito) | αξομολόγητους (axomológitous) | αξομολόγητες (axomológites) | αξομολόγητα (axomológita) | |
vocative | αξομολόγητε (axomológite) | αξομολόγητη (axomológiti) | αξομολόγητο (axomológito) | αξομολόγητοι (axomológitoi) | αξομολόγητες (axomológites) | αξομολόγητα (axomológita) |