Jump to content

αξιοπαρατήρητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιοπαρατήρητος (axioparatíritosm (feminine αξιοπαρατήρητη, neuter αξιοπαρατήρητο)

  1. noteworthy, remarkable
    Synonyms: αξιοπρόσεκτος (axioprósektos), αξιοσημείωτος (axiosimeíotos)
    Coordinate term: αξιομνημόνευτος (axiomnimóneftos)

Declension

[edit]
Declension of αξιοπαρατήρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιοπαρατήρητος (axioparatíritos) αξιοπαρατήρητη (axioparatíriti) αξιοπαρατήρητο (axioparatírito) αξιοπαρατήρητοι (axioparatíritoi) αξιοπαρατήρητες (axioparatírites) αξιοπαρατήρητα (axioparatírita)
genitive αξιοπαρατήρητου (axioparatíritou) αξιοπαρατήρητης (axioparatíritis) αξιοπαρατήρητου (axioparatíritou) αξιοπαρατήρητων (axioparatíriton) αξιοπαρατήρητων (axioparatíriton) αξιοπαρατήρητων (axioparatíriton)
accusative αξιοπαρατήρητο (axioparatírito) αξιοπαρατήρητη (axioparatíriti) αξιοπαρατήρητο (axioparatírito) αξιοπαρατήρητους (axioparatíritous) αξιοπαρατήρητες (axioparatírites) αξιοπαρατήρητα (axioparatírita)
vocative αξιοπαρατήρητε (axioparatírite) αξιοπαρατήρητη (axioparatíriti) αξιοπαρατήρητο (axioparatírito) αξιοπαρατήρητοι (axioparatíritoi) αξιοπαρατήρητες (axioparatírites) αξιοπαρατήρητα (axioparatírita)