Jump to content

αξιομνημόνευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιομνημόνευτος (axiomnimóneftosm (feminine αξιομνημόνευτη, neuter αξιομνημόνευτο)

  1. memorable, worth remembering
    Coordinate term: αξιοπαρατήρητος (axioparatíritos)

Declension

[edit]
Declension of αξιομνημόνευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιομνημόνευτος (axiomnimóneftos) αξιομνημόνευτη (axiomnimónefti) αξιομνημόνευτο (axiomnimónefto) αξιομνημόνευτοι (axiomnimóneftoi) αξιομνημόνευτες (axiomnimóneftes) αξιομνημόνευτα (axiomnimónefta)
genitive αξιομνημόνευτου (axiomnimóneftou) αξιομνημόνευτης (axiomnimóneftis) αξιομνημόνευτου (axiomnimóneftou) αξιομνημόνευτων (axiomnimónefton) αξιομνημόνευτων (axiomnimónefton) αξιομνημόνευτων (axiomnimónefton)
accusative αξιομνημόνευτο (axiomnimónefto) αξιομνημόνευτη (axiomnimónefti) αξιομνημόνευτο (axiomnimónefto) αξιομνημόνευτους (axiomnimóneftous) αξιομνημόνευτες (axiomnimóneftes) αξιομνημόνευτα (axiomnimónefta)
vocative αξιομνημόνευτε (axiomnimónefte) αξιομνημόνευτη (axiomnimónefti) αξιομνημόνευτο (axiomnimónefto) αξιομνημόνευτοι (axiomnimóneftoi) αξιομνημόνευτες (axiomnimóneftes) αξιομνημόνευτα (axiomnimónefta)