Jump to content

αξιολάτρευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιολάτρευτος (axiolátreftosm (feminine αξιολάτρευτη, neuter αξιολάτρευτο)

  1. adorable, lovable

Declension

[edit]
Declension of αξιολάτρευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιολάτρευτος (axiolátreftos) αξιολάτρευτη (axiolátrefti) αξιολάτρευτο (axiolátrefto) αξιολάτρευτοι (axiolátreftoi) αξιολάτρευτες (axiolátreftes) αξιολάτρευτα (axiolátrefta)
genitive αξιολάτρευτου (axiolátreftou) αξιολάτρευτης (axiolátreftis) αξιολάτρευτου (axiolátreftou) αξιολάτρευτων (axiolátrefton) αξιολάτρευτων (axiolátrefton) αξιολάτρευτων (axiolátrefton)
accusative αξιολάτρευτο (axiolátrefto) αξιολάτρευτη (axiolátrefti) αξιολάτρευτο (axiolátrefto) αξιολάτρευτους (axiolátreftous) αξιολάτρευτες (axiolátreftes) αξιολάτρευτα (axiolátrefta)
vocative αξιολάτρευτε (axiolátrefte) αξιολάτρευτη (axiolátrefti) αξιολάτρευτο (axiolátrefto) αξιολάτρευτοι (axiolátreftoi) αξιολάτρευτες (axiolátreftes) αξιολάτρευτα (axiolátrefta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιολάτρευτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιολάτρευτος, etc.)

[edit]