Jump to content

αξεκαθάριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξεκαθάριστος (axekatháristosm (feminine αξεκαθάριστη, neuter αξεκαθάριστο)

  1. unclear, unclarified
  2. not sorted out
  3. unsettled (bill, account)

Declension

[edit]
Declension of αξεκαθάριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξεκαθάριστος (axekatháristos) αξεκαθάριστη (axekatháristi) αξεκαθάριστο (axekatháristo) αξεκαθάριστοι (axekatháristoi) αξεκαθάριστες (axekatháristes) αξεκαθάριστα (axekathárista)
genitive αξεκαθάριστου (axekatháristou) αξεκαθάριστης (axekatháristis) αξεκαθάριστου (axekatháristou) αξεκαθάριστων (axekatháriston) αξεκαθάριστων (axekatháriston) αξεκαθάριστων (axekatháriston)
accusative αξεκαθάριστο (axekatháristo) αξεκαθάριστη (axekatháristi) αξεκαθάριστο (axekatháristo) αξεκαθάριστους (axekatháristous) αξεκαθάριστες (axekatháristes) αξεκαθάριστα (axekathárista)
vocative αξεκαθάριστε (axekatháriste) αξεκαθάριστη (axekatháristi) αξεκαθάριστο (axekatháristo) αξεκαθάριστοι (axekatháristoi) αξεκαθάριστες (axekatháristes) αξεκαθάριστα (axekathárista)
[edit]