αξεκαθάριστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αξεκαθάριστος • (axekatháristos) m (feminine αξεκαθάριστη, neuter αξεκαθάριστο)
- unclear, unclarified
- not sorted out
- unsettled (bill, account)
Declension
[edit]Declension of αξεκαθάριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξεκαθάριστος • | αξεκαθάριστη • | αξεκαθάριστο • | αξεκαθάριστοι • | αξεκαθάριστες • | αξεκαθάριστα • |
genitive | αξεκαθάριστου • | αξεκαθάριστης • | αξεκαθάριστου • | αξεκαθάριστων • | αξεκαθάριστων • | αξεκαθάριστων • |
accusative | αξεκαθάριστο • | αξεκαθάριστη • | αξεκαθάριστο • | αξεκαθάριστους • | αξεκαθάριστες • | αξεκαθάριστα • |
vocative | αξεκαθάριστε • | αξεκαθάριστη • | αξεκαθάριστο • | αξεκαθάριστοι • | αξεκαθάριστες • | αξεκαθάριστα • |
Related terms
[edit]- and see: καθαρός (katharós, “clean, clear”, adjective)
- αξεκαθάριστα (axekathárista, adverb)
- ξεκαθαρίζω (xekatharízo, “to clarify, to explain”)