Jump to content

ανύπαντρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανύπαντρος (anýpantrosm (feminine ανύπαντρη, neuter ανύπαντρο)

  1. unmarried, single, unwed
    Synonyms: άγαμος (ágamos), ανύμφευτος (anýmfeftos), απάντρευτος (apántreftos)

Declension

[edit]
Declension of ανύπαντρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανύπαντρος (anýpantros) ανύπαντρη (anýpantri) ανύπαντρο (anýpantro) ανύπαντροι (anýpantroi) ανύπαντρες (anýpantres) ανύπαντρα (anýpantra)
genitive ανύπαντρου (anýpantrou) ανύπαντρης (anýpantris) ανύπαντρου (anýpantrou) ανύπαντρων (anýpantron) ανύπαντρων (anýpantron) ανύπαντρων (anýpantron)
accusative ανύπαντρο (anýpantro) ανύπαντρη (anýpantri) ανύπαντρο (anýpantro) ανύπαντρους (anýpantrous) ανύπαντρες (anýpantres) ανύπαντρα (anýpantra)
vocative ανύπαντρε (anýpantre) ανύπαντρη (anýpantri) ανύπαντρο (anýpantro) ανύπαντροι (anýpantroi) ανύπαντρες (anýpantres) ανύπαντρα (anýpantra)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]