Jump to content

ανωφερής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανωφερής (anoferísm (feminine ανωφερής, neuter ανωφερές)

  1. uphill
    Synonym: ανηφορικός (aniforikós)

Declension

[edit]
Declension of ανωφερής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανωφερής (anoferís) ανωφερής (anoferís) ανωφερές (anoferés) ανωφερείς (anofereís) ανωφερείς (anofereís) ανωφερή (anoferí)
genitive ανωφερούς (anoferoús)
ανωφερή (anoferí)
ανωφερούς (anoferoús) ανωφερούς (anoferoús) ανωφερών (anoferón) ανωφερών (anoferón) ανωφερών (anoferón)
accusative ανωφερή (anoferí) ανωφερή (anoferí) ανωφερές (anoferés) ανωφερείς (anofereís) ανωφερείς (anofereís) ανωφερή (anoferí)
vocative ανωφερή (anoferí)
ανωφερής (anoferís)
ανωφερής (anoferís) ανωφερές (anoferés) ανωφερείς (anofereís) ανωφερείς (anofereís) ανωφερή (anoferí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανωφερής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανωφερής, etc.)

[edit]