Jump to content

ανωφέρεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανωφέρεια (anoféreiaf (plural ανωφέρειες)

  1. ascent
    Synonym: ανηφοριά (aniforiá)

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανωφέρεια (anoféreia) ανωφέρειες (anoféreies)
genitive ανωφέρειας (anoféreias) ανωφερειών (anofereión)
accusative ανωφέρεια (anoféreia) ανωφέρειες (anoféreies)
vocative ανωφέρεια (anoféreia) ανωφέρειες (anoféreies)
[edit]