Jump to content

αντρόπιαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντρόπιαστος (antrópiastosm (feminine αντρόπιαστη, neuter αντρόπιαστο)

  1. undishonoured, not dishonoured (UK), undishonored, not dishonored (US)

Declension

[edit]
Declension of αντρόπιαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντρόπιαστος (antrópiastos) αντρόπιαστη (antrópiasti) αντρόπιαστο (antrópiasto) αντρόπιαστοι (antrópiastoi) αντρόπιαστες (antrópiastes) αντρόπιαστα (antrópiasta)
genitive αντρόπιαστου (antrópiastou) αντρόπιαστης (antrópiastis) αντρόπιαστου (antrópiastou) αντρόπιαστων (antrópiaston) αντρόπιαστων (antrópiaston) αντρόπιαστων (antrópiaston)
accusative αντρόπιαστο (antrópiasto) αντρόπιαστη (antrópiasti) αντρόπιαστο (antrópiasto) αντρόπιαστους (antrópiastous) αντρόπιαστες (antrópiastes) αντρόπιαστα (antrópiasta)
vocative αντρόπιαστε (antrópiaste) αντρόπιαστη (antrópiasti) αντρόπιαστο (antrópiasto) αντρόπιαστοι (antrópiastoi) αντρόπιαστες (antrópiastes) αντρόπιαστα (antrópiasta)
[edit]