αντλία κενού
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντλία κενού • (antlía kenoú) f (plural αντλίες κενού)
Declension
[edit]Further reading
[edit]- Αντλία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
αντλία κενού • (antlía kenoú) f (plural αντλίες κενού)