αντλία
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αντλία • (antlía) f (plural αντλίες)
- pump
- Synonym: τρόμπα (trómpa)
- αντλία κενού ― antlía kenoú ― vacuum pump
- πυροσβεστική αντλία ― pyrosvestikí antlía ― fire pump
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντλία (antlía) | αντλίες (antlíes) |
genitive | αντλίας (antlías) | αντλιών (antlión) |
accusative | αντλία (antlía) | αντλίες (antlíes) |
vocative | αντλία (antlía) | αντλίες (antlíes) |
Derived terms
[edit]- υδραντλία f (ydrantlía)
Related terms
[edit]- see: αντλώ (antló, “to pump; to conclude”)