Jump to content

αντλία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /andˈli.a/
  • Hyphenation: αντ‧λί‧α

Noun

[edit]

αντλία (antlíaf (plural αντλίες)

  1. pump
    Synonym: τρόμπα (trómpa)
    αντλία κενούantlía kenoúvacuum pump
    πυροσβεστική αντλίαpyrosvestikí antlíafire pump

Declension

[edit]
Declension of αντλία
singular plural
nominative αντλία (antlía) αντλίες (antlíes)
genitive αντλίας (antlías) αντλιών (antlión)
accusative αντλία (antlía) αντλίες (antlíes)
vocative αντλία (antlía) αντλίες (antlíes)

Derived terms

[edit]
[edit]
  • see: αντλώ (antló, to pump; to conclude)