Jump to content

αντιφώνηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιφώνηση (antifónisif (plural αντιφωνήσεις)

  1. (Christian liturgy) response, antiphon (part of litgury)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντιφώνηση (antifónisi) αντιφωνήσεις (antifoníseis)
genitive αντιφώνησης (antifónisis) αντιφωνήσεων (antifoníseon)
accusative αντιφώνηση (antifónisi) αντιφωνήσεις (antifoníseis)
vocative αντιφώνηση (antifónisi) αντιφωνήσεις (antifoníseis)

Older or formal genitive singular: αντιφωνήσεως (antifoníseos)

[edit]