Jump to content

αντισφαιρίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντισφαιρίστρια (antisfairístriaf (plural αντισφαιρίστριες, masculine αντισφαιριστής)

  1. (sports) tennis player

Declension

[edit]
Declension of αντισφαιρίστρια
singular plural
nominative αντισφαιρίστρια (antisfairístria) αντισφαιρίστριες (antisfairístries)
genitive αντισφαιρίστριας (antisfairístrias) αντισφαιριστριών (antisfairistrión)
accusative αντισφαιρίστρια (antisfairístria) αντισφαιρίστριες (antisfairístries)
vocative αντισφαιρίστρια (antisfairístria) αντισφαιρίστριες (antisfairístries)
[edit]

Further reading

[edit]