αντισφαίριση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντισφαίριση • (antisfaírisi) f (uncountable)
Declension
[edit] αντισφαίριση
case \ number | singular | |
---|---|---|
nominative | αντισφαίριση • | |
genitive | αντισφαίρισης • | |
accusative | αντισφαίριση • | |
vocative | αντισφαίριση • | |
Older or formal genitive singular: αντισφαιρίσεως • |
Related terms
[edit]- αντισφαιριστής m (antisfairistís, “tennis player”)
- αντισφαιρίστρια f (antisfairístria, “tennis player”)
- επιτραπέζια αντισφαίριση f (epitrapézia antisfaírisi, “table tennis”)
Further reading
[edit]- αντισφαίριση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el