Jump to content

αντιστοιχία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιστοιχία (antistoichíaf (plural αντιστοιχίες)

  1. correspondence

Declension

[edit]
Declension of αντιστοιχία
singular plural
nominative αντιστοιχία (antistoichía) αντιστοιχίες (antistoichíes)
genitive αντιστοιχίας (antistoichías) αντιστοιχιών (antistoichión)
accusative αντιστοιχία (antistoichía) αντιστοιχίες (antistoichíes)
vocative αντιστοιχία (antistoichía) αντιστοιχίες (antistoichíes)
[edit]

See also

[edit]