αλληλογραφία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αλληλο- (allilo-, inter-) +‎ -γραφία (-grafía, writing)

Noun

[edit]

αλληλογραφία (allilografíaf (plural αλληλογραφίες)

  1. correspondence

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλληλογραφία (allilografía) αλληλογραφίες (allilografíes)
genitive αλληλογραφίας (allilografías) αλληλογραφιών (allilografión)
accusative αλληλογραφία (allilografía) αλληλογραφίες (allilografíes)
vocative αλληλογραφία (allilografía) αλληλογραφίες (allilografíes)
[edit]