αντιστοίχως
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ἀντιστοίχως (antistoíkhōs).[1] By surface analysis, αντίστοιχος (antístoichos) + -ως (-os).
Adverb
[edit]αντιστοίχως • (antistoíchos)
Synonyms
[edit]- αντίστοιχα (antístoicha)
References
[edit]- ^ αντίστοιχος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language