Jump to content

αντισηπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντισηπτικός (antisiptikósm (feminine αντισηπτική, neuter αντισηπτικό)

  1. (medicine) antiseptic

Declension

[edit]
Declension of αντισηπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντισηπτικός (antisiptikós) αντισηπτική (antisiptikí) αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτικοί (antisiptikoí) αντισηπτικές (antisiptikés) αντισηπτικά (antisiptiká)
genitive αντισηπτικού (antisiptikoú) αντισηπτικής (antisiptikís) αντισηπτικού (antisiptikoú) αντισηπτικών (antisiptikón) αντισηπτικών (antisiptikón) αντισηπτικών (antisiptikón)
accusative αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτική (antisiptikí) αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτικούς (antisiptikoús) αντισηπτικές (antisiptikés) αντισηπτικά (antisiptiká)
vocative αντισηπτικέ (antisiptiké) αντισηπτική (antisiptikí) αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτικοί (antisiptikoí) αντισηπτικές (antisiptikés) αντισηπτικά (antisiptiká)
[edit]