αντισηπτικό
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From French antiseptique.
Noun
[edit]αντισηπτικό • (antisiptikó) n (plural αντισηπτικά)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντισηπτικό (antisiptikó) | αντισηπτικά (antisiptiká) |
genitive | αντισηπτικού (antisiptikoú) | αντισηπτικών (antisiptikón) |
accusative | αντισηπτικό (antisiptikó) | αντισηπτικά (antisiptiká) |
vocative | αντισηπτικό (antisiptikó) | αντισηπτικά (antisiptiká) |
Related terms
[edit]- αντισηπτικά (antisiptiká, “antiseptically”)
- αντισηπτικός (antisiptikós, “antiseptic”, adjective)
- αντισηψία f (antisipsía, “antisepsis”)
- σήψη f (sípsi, “sepsis”)
- and see: ασηψία f (asipsía, “asepsis”)
Further reading
[edit]- αντισηπτικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Adjective
[edit]αντισηπτικό • (antisiptikó)
- genitive masculine singular of αντισηπτικός (antisiptikós)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of αντισηπτικός (antisiptikós)