Jump to content

αντισηπτικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From French antiseptique.

Noun

[edit]

αντισηπτικό (antisiptikón (plural αντισηπτικά)

  1. (medicine) antiseptic

Declension

[edit]
Declension of αντισηπτικό
singular plural
nominative αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτικά (antisiptiká)
genitive αντισηπτικού (antisiptikoú) αντισηπτικών (antisiptikón)
accusative αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτικά (antisiptiká)
vocative αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτικά (antisiptiká)
[edit]

Further reading

[edit]

Adjective

[edit]

αντισηπτικό (antisiptikó)

  1. genitive masculine singular of αντισηπτικός (antisiptikós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of αντισηπτικός (antisiptikós)