Jump to content

αντιπρυτανεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-) +‎ πρυτανεία (prytaneía)

Noun

[edit]

αντιπρυτανεία (antiprytaneíaf (uncountable)

  1. (education) deputy rectorship, deputy deanship

Declension

[edit]
singular
nominative αντιπρυτανεία (antiprytaneía)
genitive αντιπρυτανείας (antiprytaneías)
accusative αντιπρυτανεία (antiprytaneía)
vocative αντιπρυτανεία (antiprytaneía)
[edit]