Jump to content

αντιπροσωπεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αντιπροσωπεία (antiprosopeíaf (plural αντιπροσωπίες)

  1. delegation, deputation
  2. (business) agency

Declension

[edit]
Declension of αντιπροσωπεία
singular plural
nominative αντιπροσωπεία (antiprosopeía) αντιπροσωπείες (antiprosopeíes)
genitive αντιπροσωπείας (antiprosopeías) αντιπροσωπειών (antiprosopeión)
accusative αντιπροσωπεία (antiprosopeía) αντιπροσωπείες (antiprosopeíes)
vocative αντιπροσωπεία (antiprosopeía) αντιπροσωπείες (antiprosopeíes)
[edit]