αντιπροσφορά
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιπροσφορά • (antiprosforá) f (plural αντιπροσφορές)
- counter-offer
- Synonym: αντιπρόταση (antiprótasi)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπροσφορά (antiprosforá) | αντιπροσφορές (antiprosforés) |
genitive | αντιπροσφοράς (antiprosforás) | αντιπροσφορών (antiprosforón) |
accusative | αντιπροσφορά (antiprosforá) | αντιπροσφορές (antiprosforés) |
vocative | αντιπροσφορά (antiprosforá) | αντιπροσφορές (antiprosforés) |
Related terms
[edit]- and see: προσφέρω (prosféro, “to offer”)
- αντιπροσφέρω (antiprosféro, “to counter-offer”)