Jump to content

αντιπατριώτισσα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιπατριώτισσα (antipatriótissaf (plural αντιπατριώτισσες, masculine αντιπατριώτης)

  1. antipatriot
    Antonym: πατριώτισσα (patriótissa)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντιπατριώτισσα (antipatriótissa) αντιπατριώτισσες (antipatriótisses)
genitive αντιπατριώτισσας (antipatriótissas) -
accusative αντιπατριώτισσα (antipatriótissa) αντιπατριώτισσες (antipatriótisses)
vocative αντιπατριώτισσα (antipatriótissa) αντιπατριώτισσες (antipatriótisses)
[edit]