αντιπατριωτισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιπατριωτισμός • (antipatriotismós) m (plural αντιπατριωτισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπατριωτισμός (antipatriotismós) | αντιπατριωτισμοί (antipatriotismoí) |
genitive | αντιπατριωτισμού (antipatriotismoú) | αντιπατριωτισμών (antipatriotismón) |
accusative | αντιπατριωτισμό (antipatriotismó) | αντιπατριωτισμούς (antipatriotismoús) |
vocative | αντιπατριωτισμέ (antipatriotismé) | αντιπατριωτισμοί (antipatriotismoí) |
Related terms
[edit]- and see: πατριωτισμός m (patriotismós, “patriotism”)
- αντιπατριώτης m (antipatriótis, “antipatriot”)
- αντιπατριωτικά (antipatriotiká, “unpatriotically”, adverb)
- αντιπατριωτικός (antipatriotikós, “unpatriotic”, adjective)
- αντιπατριώτισσα f (antipatriótissa, “antipatriot”)