αντιπατριωτισμοί
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιπατριωτισμοί • (antipatriotismoí) m
- Nominative and vocative plural form of αντιπατριωτισμός (antipatriotismós).
αντιπατριωτισμοί • (antipatriotismoí) m