αντιπαθητικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιπαθητικός (antipathitikósm (feminine αντιπαθητική, neuter αντιπαθητικό)

  1. unpleasant
  2. disagreeable
    Synonym: αντιπαθής (antipathís)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπαθητικός (antipathitikós) αντιπαθητική (antipathitikí) αντιπαθητικό (antipathitikó) αντιπαθητικοί (antipathitikoí) αντιπαθητικές (antipathitikés) αντιπαθητικά (antipathitiká)
genitive αντιπαθητικού (antipathitikoú) αντιπαθητικής (antipathitikís) αντιπαθητικού (antipathitikoú) αντιπαθητικών (antipathitikón) αντιπαθητικών (antipathitikón) αντιπαθητικών (antipathitikón)
accusative αντιπαθητικό (antipathitikó) αντιπαθητική (antipathitikí) αντιπαθητικό (antipathitikó) αντιπαθητικούς (antipathitikoús) αντιπαθητικές (antipathitikés) αντιπαθητικά (antipathitiká)
vocative αντιπαθητικέ (antipathitiké) αντιπαθητική (antipathitikí) αντιπαθητικό (antipathitikó) αντιπαθητικοί (antipathitikoí) αντιπαθητικές (antipathitikés) αντιπαθητικά (antipathitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπαθητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπαθητικός, etc.)

[edit]