αντιπαθής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιπαθής (antipathísm (feminine αντιπαθής, neuter αντιπαθές)

  1. disagreeable
    Synonym: αντιπαθητικός (antipathitikós)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπαθής (antipathís) αντιπαθής (antipathís) αντιπαθές (antipathés) αντιπαθείς (antipatheís) αντιπαθείς (antipatheís) αντιπαθή (antipathí)
genitive αντιπαθούς (antipathoús)
αντιπαθή (antipathí)
αντιπαθούς (antipathoús) αντιπαθούς (antipathoús) αντιπαθών (antipathón) αντιπαθών (antipathón) αντιπαθών (antipathón)
accusative αντιπαθή (antipathí) αντιπαθή (antipathí) αντιπαθές (antipathés) αντιπαθείς (antipatheís) αντιπαθείς (antipatheís) αντιπαθή (antipathí)
vocative αντιπαθή (antipathí)
αντιπαθής (antipathís)
αντιπαθής (antipathís) αντιπαθές (antipathés) αντιπαθείς (antipatheís) αντιπαθείς (antipatheís) αντιπαθή (antipathí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπαθής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπαθής, etc.)

[edit]