αντιπαθής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιπαθής • (antipathís) m (feminine αντιπαθής, neuter αντιπαθές)
- disagreeable
- Synonym: αντιπαθητικός (antipathitikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπαθής (antipathís) | αντιπαθής (antipathís) | αντιπαθές (antipathés) | αντιπαθείς (antipatheís) | αντιπαθείς (antipatheís) | αντιπαθή (antipathí) | |
genitive | αντιπαθούς (antipathoús) αντιπαθή (antipathí) |
αντιπαθούς (antipathoús) | αντιπαθούς (antipathoús) | αντιπαθών (antipathón) | αντιπαθών (antipathón) | αντιπαθών (antipathón) | |
accusative | αντιπαθή (antipathí) | αντιπαθή (antipathí) | αντιπαθές (antipathés) | αντιπαθείς (antipatheís) | αντιπαθείς (antipatheís) | αντιπαθή (antipathí) | |
vocative | αντιπαθή (antipathí) αντιπαθής (antipathís) |
αντιπαθής (antipathís) | αντιπαθές (antipathés) | αντιπαθείς (antipatheís) | αντιπαθείς (antipatheís) | αντιπαθή (antipathí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπαθής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπαθής, etc.)
Related terms
[edit]- see: αντιπαθώ (antipathó, “to dislike”)