Jump to content

αντιλογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀντιλογία (antilogía).

Noun

[edit]

αντιλογία (antilogíam (plural αντιλογίες)

  1. argument

Declension

[edit]
Declension of αντιλογία
singular plural
nominative αντιλογία (antilogía) αντιλογίες (antilogíes)
genitive αντιλογίας (antilogías) αντιλογιών (antilogión)
accusative αντιλογία (antilogía) αντιλογίες (antilogíes)
vocative αντιλογία (antilogía) αντιλογίες (antilogíes)
[edit]

See also

[edit]