αντιλαϊκός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιλαϊκός • (antilaïkós) m (feminine αντιλαϊκή, neuter αντιλαϊκό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιλαϊκός (antilaïkós) | αντιλαϊκή (antilaïkí) | αντιλαϊκό (antilaïkó) | αντιλαϊκοί (antilaïkoí) | αντιλαϊκές (antilaïkés) | αντιλαϊκά (antilaïká) | |
genitive | αντιλαϊκού (antilaïkoú) | αντιλαϊκής (antilaïkís) | αντιλαϊκού (antilaïkoú) | αντιλαϊκών (antilaïkón) | αντιλαϊκών (antilaïkón) | αντιλαϊκών (antilaïkón) | |
accusative | αντιλαϊκό (antilaïkó) | αντιλαϊκή (antilaïkí) | αντιλαϊκό (antilaïkó) | αντιλαϊκούς (antilaïkoús) | αντιλαϊκές (antilaïkés) | αντιλαϊκά (antilaïká) | |
vocative | αντιλαϊκέ (antilaïké) | αντιλαϊκή (antilaïkí) | αντιλαϊκό (antilaïkó) | αντιλαϊκοί (antilaïkoí) | αντιλαϊκές (antilaïkés) | αντιλαϊκά (antilaïká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιλαϊκός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιλαϊκός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντιλαϊκότερος", etc)
|
Related terms
[edit]- see: λαϊκός (laïkós, “popular”, adjective)