Jump to content

αντιλαϊκός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιλαϊκός (antilaïkósm (feminine αντιλαϊκή, neuter αντιλαϊκό)

  1. antipopular.

Declension

[edit]
Declension of αντιλαϊκός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιλαϊκός (antilaïkós) αντιλαϊκή (antilaïkí) αντιλαϊκό (antilaïkó) αντιλαϊκοί (antilaïkoí) αντιλαϊκές (antilaïkés) αντιλαϊκά (antilaïká)
genitive αντιλαϊκού (antilaïkoú) αντιλαϊκής (antilaïkís) αντιλαϊκού (antilaïkoú) αντιλαϊκών (antilaïkón) αντιλαϊκών (antilaïkón) αντιλαϊκών (antilaïkón)
accusative αντιλαϊκό (antilaïkó) αντιλαϊκή (antilaïkí) αντιλαϊκό (antilaïkó) αντιλαϊκούς (antilaïkoús) αντιλαϊκές (antilaïkés) αντιλαϊκά (antilaïká)
vocative αντιλαϊκέ (antilaïké) αντιλαϊκή (antilaïkí) αντιλαϊκό (antilaïkó) αντιλαϊκοί (antilaïkoí) αντιλαϊκές (antilaïkés) αντιλαϊκά (antilaïká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιλαϊκός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιλαϊκός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιλαϊκότερος (antilaïkóteros) αντιλαϊκότερη (antilaïkóteri) αντιλαϊκότερο (antilaïkótero) αντιλαϊκότεροι (antilaïkóteroi) αντιλαϊκότερες (antilaïkóteres) αντιλαϊκότερα (antilaïkótera)
genitive αντιλαϊκότερου (antilaïkóterou) αντιλαϊκότερης (antilaïkóteris) αντιλαϊκότερου (antilaïkóterou) αντιλαϊκότερων (antilaïkóteron) αντιλαϊκότερων (antilaïkóteron) αντιλαϊκότερων (antilaïkóteron)
accusative αντιλαϊκότερο (antilaïkótero) αντιλαϊκότερη (antilaïkóteri) αντιλαϊκότερο (antilaïkótero) αντιλαϊκότερους (antilaïkóterous) αντιλαϊκότερες (antilaïkóteres) αντιλαϊκότερα (antilaïkótera)
vocative αντιλαϊκότερε (antilaïkótere) αντιλαϊκότερη (antilaïkóteri) αντιλαϊκότερο (antilaïkótero) αντιλαϊκότεροι (antilaïkóteroi) αντιλαϊκότερες (antilaïkóteres) αντιλαϊκότερα (antilaïkótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντιλαϊκότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιλαϊκότατος (antilaïkótatos) αντιλαϊκότατη (antilaïkótati) αντιλαϊκότατο (antilaïkótato) αντιλαϊκότατοι (antilaïkótatoi) αντιλαϊκότατες (antilaïkótates) αντιλαϊκότατα (antilaïkótata)
genitive αντιλαϊκότατου (antilaïkótatou) αντιλαϊκότατης (antilaïkótatis) αντιλαϊκότατου (antilaïkótatou) αντιλαϊκότατων (antilaïkótaton) αντιλαϊκότατων (antilaïkótaton) αντιλαϊκότατων (antilaïkótaton)
accusative αντιλαϊκότατο (antilaïkótato) αντιλαϊκότατη (antilaïkótati) αντιλαϊκότατο (antilaïkótato) αντιλαϊκότατους (antilaïkótatous) αντιλαϊκότατες (antilaïkótates) αντιλαϊκότατα (antilaïkótata)
vocative αντιλαϊκότατε (antilaïkótate) αντιλαϊκότατη (antilaïkótati) αντιλαϊκότατο (antilaïkótato) αντιλαϊκότατοι (antilaïkótatoi) αντιλαϊκότατες (antilaïkótates) αντιλαϊκότατα (antilaïkótata)
[edit]