Jump to content

αντικρουόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντικρουόμενος (antikrouómenosm (feminine αντικρουόμενη, neuter αντικρουόμενο)

  1. conflicting

Declension

[edit]
Declension of αντικρουόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικρουόμενος (antikrouómenos) αντικρουόμενη (antikrouómeni) αντικρουόμενο (antikrouómeno) αντικρουόμενοι (antikrouómenoi) αντικρουόμενες (antikrouómenes) αντικρουόμενα (antikrouómena)
genitive αντικρουόμενου (antikrouómenou) αντικρουόμενης (antikrouómenis) αντικρουόμενου (antikrouómenou) αντικρουόμενων (antikrouómenon) αντικρουόμενων (antikrouómenon) αντικρουόμενων (antikrouómenon)
accusative αντικρουόμενο (antikrouómeno) αντικρουόμενη (antikrouómeni) αντικρουόμενο (antikrouómeno) αντικρουόμενους (antikrouómenous) αντικρουόμενες (antikrouómenes) αντικρουόμενα (antikrouómena)
vocative αντικρουόμενε (antikrouómene) αντικρουόμενη (antikrouómeni) αντικρουόμενο (antikrouómeno) αντικρουόμενοι (antikrouómenoi) αντικρουόμενες (antikrouómenes) αντικρουόμενα (antikrouómena)
[edit]