Jump to content

αντικαταθλιπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikósm (feminine αντικαταθλιπτική, neuter αντικαταθλιπτικό)

  1. (medicine, pharmacology) antidepressant

Declension

[edit]
Declension of αντικαταθλιπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikós) αντικαταθλιπτική (antikatathliptikí) αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) αντικαταθλιπτικοί (antikatathliptikoí) αντικαταθλιπτικές (antikatathliptikés) αντικαταθλιπτικά (antikatathliptiká)
genitive αντικαταθλιπτικού (antikatathliptikoú) αντικαταθλιπτικής (antikatathliptikís) αντικαταθλιπτικού (antikatathliptikoú) αντικαταθλιπτικών (antikatathliptikón) αντικαταθλιπτικών (antikatathliptikón) αντικαταθλιπτικών (antikatathliptikón)
accusative αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) αντικαταθλιπτική (antikatathliptikí) αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) αντικαταθλιπτικούς (antikatathliptikoús) αντικαταθλιπτικές (antikatathliptikés) αντικαταθλιπτικά (antikatathliptiká)
vocative αντικαταθλιπτικέ (antikatathliptiké) αντικαταθλιπτική (antikatathliptikí) αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) αντικαταθλιπτικοί (antikatathliptikoí) αντικαταθλιπτικές (antikatathliptikés) αντικαταθλιπτικά (antikatathliptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικαταθλιπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικαταθλιπτικός, etc.)

[edit]