αντικαταθλιπτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντικαταθλιπτικός • (antikatathliptikós) m (feminine αντικαταθλιπτική, neuter αντικαταθλιπτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikós) | αντικαταθλιπτική (antikatathliptikí) | αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) | αντικαταθλιπτικοί (antikatathliptikoí) | αντικαταθλιπτικές (antikatathliptikés) | αντικαταθλιπτικά (antikatathliptiká) | |
genitive | αντικαταθλιπτικού (antikatathliptikoú) | αντικαταθλιπτικής (antikatathliptikís) | αντικαταθλιπτικού (antikatathliptikoú) | αντικαταθλιπτικών (antikatathliptikón) | αντικαταθλιπτικών (antikatathliptikón) | αντικαταθλιπτικών (antikatathliptikón) | |
accusative | αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) | αντικαταθλιπτική (antikatathliptikí) | αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) | αντικαταθλιπτικούς (antikatathliptikoús) | αντικαταθλιπτικές (antikatathliptikés) | αντικαταθλιπτικά (antikatathliptiká) | |
vocative | αντικαταθλιπτικέ (antikatathliptiké) | αντικαταθλιπτική (antikatathliptikí) | αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) | αντικαταθλιπτικοί (antikatathliptikoí) | αντικαταθλιπτικές (antikatathliptikés) | αντικαταθλιπτικά (antikatathliptiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικαταθλιπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικαταθλιπτικός, etc.)
Related terms
[edit]- αντικαταθλιπτικό n (antikatathliptikó, “antidepressant”)