αντικαταθλιπτικές
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντικαταθλιπτικές • (antikatathliptikés)
- nominative feminine plural of αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikós)
- accusative feminine plural of αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikós)
- vocative feminine plural of αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikós)