Jump to content

αντιδιαδήλωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιδιαδήλωση (antidiadílosif (plural αντιδιαδηλώσεις)

  1. (politics) counter-demonstration
    Antonym: διαδήλωση (diadílosi)

Declension

[edit]
Declension of αντιδιαδήλωση
singular plural
nominative αντιδιαδήλωση (antidiadílosi) αντιδιαδηλώσεις (antidiadilóseis)
genitive αντιδιαδήλωσης (antidiadílosis) αντιδιαδηλώσεων (antidiadilóseon)
accusative αντιδιαδήλωση (antidiadílosi) αντιδιαδηλώσεις (antidiadilóseis)
vocative αντιδιαδήλωση (antidiadílosi) αντιδιαδηλώσεις (antidiadilóseis)

Older or formal genitive singular: αντιδιαδηλώσεως (antidiadilóseos)

[edit]

Further reading

[edit]