αντιδιαδήλωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιδιαδήλωση • (antidiadílosi) f (plural αντιδιαδηλώσεις)
- (politics) counter-demonstration
- Antonym: διαδήλωση (diadílosi)
Declension
[edit]Declension of αντιδιαδήλωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αντιδιαδήλωση • | αντιδιαδηλώσεις • | |
genitive | αντιδιαδήλωσης • | αντιδιαδηλώσεων • | |
accusative | αντιδιαδήλωση • | αντιδιαδηλώσεις • | |
vocative | αντιδιαδήλωση • | αντιδιαδηλώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αντιδιαδηλώσεως • |
Related terms
[edit]- see: διαδηλώνω (diadilóno, “to demonstrate”)
Further reading
[edit]- διαδήλωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el