αντιδιαδηλώσεις
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιδιαδηλώσεις • (antidiadilóseis) f
- Nominative, accusative and vocative plural form of αντιδιαδήλωση (antidiadílosi).
αντιδιαδηλώσεις • (antidiadilóseis) f