Jump to content

αντεράστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντεράστρια (anterástriaf (plural αντεράστριες, masculine αντεραστής)

  1. rival lover, rival in love

Declension

[edit]
Declension of αντεράστρια
singular plural
nominative αντεράστρια (anterástria) αντεράστριες (anterástries)
genitive αντεράστριας (anterástrias) αντεραστριών (anterastrión)
accusative αντεράστρια (anterástria) αντεράστριες (anterástries)
vocative αντεράστρια (anterástria) αντεράστριες (anterástries)