αντεραστής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντεραστής • (anterastís) m (plural αντεραστές, feminine αντεράστρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντεραστής (anterastís) | αντεραστές (anterastés) |
genitive | αντεραστή (anterastí) | αντεραστών (anterastón) |
accusative | αντεραστή (anterastí) | αντεραστές (anterastés) |
vocative | αντεραστή (anterastí) | αντεραστές (anterastés) |