Jump to content

ανταρτόπληκτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανταρτόπληκτος (antartópliktosm (feminine ανταρτόπληκτη, neuter ανταρτόπληκτο)

  1. attacked, stricken by guerillas

Declension

[edit]
Declension of ανταρτόπληκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανταρτόπληκτος (antartópliktos) ανταρτόπληκτη (antartóplikti) ανταρτόπληκτο (antartóplikto) ανταρτόπληκτοι (antartópliktoi) ανταρτόπληκτες (antartópliktes) ανταρτόπληκτα (antartóplikta)
genitive ανταρτόπληκτου (antartópliktou) ανταρτόπληκτης (antartópliktis) ανταρτόπληκτου (antartópliktou) ανταρτόπληκτων (antartóplikton) ανταρτόπληκτων (antartóplikton) ανταρτόπληκτων (antartóplikton)
accusative ανταρτόπληκτο (antartóplikto) ανταρτόπληκτη (antartóplikti) ανταρτόπληκτο (antartóplikto) ανταρτόπληκτους (antartópliktous) ανταρτόπληκτες (antartópliktes) ανταρτόπληκτα (antartóplikta)
vocative ανταρτόπληκτε (antartóplikte) ανταρτόπληκτη (antartóplikti) ανταρτόπληκτο (antartóplikto) ανταρτόπληκτοι (antartópliktoi) ανταρτόπληκτες (antartópliktes) ανταρτόπληκτα (antartóplikta)
[edit]