Jump to content

ανταρσία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανταρσία (antarsíaf (plural ανταρσίες)

  1. mutiny, revolt, rebellion
    Synonyms: στάση (stási), εξέγερση (exégersi), ξεσηκωμός (xesikomós)

Declension

[edit]
Declension of ανταρσία
singular plural
nominative ανταρσία (antarsía) ανταρσίες (antarsíes)
genitive ανταρσίας (antarsías) ανταρσιών (antarsión)
accusative ανταρσία (antarsía) ανταρσίες (antarsíes)
vocative ανταρσία (antarsía) ανταρσίες (antarsíes)
[edit]