Jump to content

ανταπάντηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανταπάντηση (antapántisif (plural ανταπαντήσεις)

  1. reply, riposte
    Synonym: απάντηση (apántisi)
  2. (law) counterplea
    Synonym: ανταπαίτηση (antapaítisi)

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανταπάντηση (antapántisi) ανταπαντήσεις (antapantíseis)
genitive ανταπάντησης (antapántisis) ανταπαντήσεων (antapantíseon)
accusative ανταπάντηση (antapántisi) ανταπαντήσεις (antapantíseis)
vocative ανταπάντηση (antapántisi) ανταπαντήσεις (antapantíseis)

Older or formal genitive singular: ανταπαντήσεως (antapantíseos)

[edit]