Jump to content

ανταπαίτηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανταπαίτηση (antapaítisif (plural ανταπαιτήσεις)

  1. (law) counterclaim
    Synonym: ανταγωγή (antagogí)

Declension

[edit]
Declension of ανταπαίτηση
singular plural
nominative ανταπαίτηση (antapaítisi) ανταπαιτήσεις (antapaitíseis)
genitive ανταπαίτησης (antapaítisis) ανταπαιτήσεων (antapaitíseon)
accusative ανταπαίτηση (antapaítisi) ανταπαιτήσεις (antapaitíseis)
vocative ανταπαίτηση (antapaítisi) ανταπαιτήσεις (antapaitíseis)

Older or formal genitive singular: ανταπαιτήσεως (antapaitíseos)

[edit]