Jump to content

ανταλλακτικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανταλλακτικό (antallaktikón (plural ανταλλακτικά)

  1. spare part, replacement
  2. refill (for pen etc)

Declension

[edit]
Declension of ανταλλακτικό
singular plural
nominative ανταλλακτικό (antallaktikó) ανταλλακτικά (antallaktiká)
genitive ανταλλακτικού (antallaktikoú) ανταλλακτικών (antallaktikón)
accusative ανταλλακτικό (antallaktikó) ανταλλακτικά (antallaktiká)
vocative ανταλλακτικό (antallaktikó) ανταλλακτικά (antallaktiká)
[edit]

Adjective

[edit]

ανταλλακτικό (antallaktikó)

  1. accusative masculine singular of ανταλλακτικός (antallaktikós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of ανταλλακτικός (antallaktikós)