ανταλλακτικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανταλλακτικά • (antallaktiká)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of ανταλλακτικός (antallaktikós)
Noun
[edit]ανταλλακτικά • (antallaktiká) n
- nominative/accusative/vocative plural of ανταλλακτικό (antallaktikó)