Jump to content

ανταγωνίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανταγωνίστρια (antagonístriaf (plural ανταγωνίστριες, masculine ανταγωνιστής)

  1. competitor, rival
  2. antagonist

Declension

[edit]
Declension of ανταγωνίστρια
singular plural
nominative ανταγωνίστρια (antagonístria) ανταγωνίστριες (antagonístries)
genitive ανταγωνίστριας (antagonístrias) ανταγωνιστριών (antagonistrión)
accusative ανταγωνίστρια (antagonístria) ανταγωνίστριες (antagonístries)
vocative ανταγωνίστρια (antagonístria) ανταγωνίστριες (antagonístries)
[edit]
see: ανταγωνίζομαι (antagonízomai, to compete, to rival)