αντήχηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντήχηση • (antíchisi) f (plural αντηχήσεις)
Declension
[edit]Declension of αντήχηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αντήχηση • | αντηχήσεις • | |
genitive | αντήχησης • | αντηχήσεων • | |
accusative | αντήχηση • | αντηχήσεις • | |
vocative | αντήχηση • | αντηχήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αντηχήσεως • |
Related terms
[edit]- see: αντηχώ (antichó, “to echo, to resonate”)