ανορθογραφία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αν- (an-, α- privative) + ορθογραφία (orthografía, “spelling”).
Noun
[edit]ανορθογραφία • (anorthografía) f (plural ανορθογραφίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανορθογραφία (anorthografía) | ανορθογραφίες (anorthografíes) |
genitive | ανορθογραφίας (anorthografías) | ανορθογραφιών (anorthografión) |
accusative | ανορθογραφία (anorthografía) | ανορθογραφίες (anorthografíes) |
vocative | ανορθογραφία (anorthografía) | ανορθογραφίες (anorthografíes) |
Related terms
[edit]- see: ορθογραφία f (orthografía, “spelling”)