Jump to content

ανορθογραφία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αν- (an-, α- privative) +‎ ορθογραφία (orthografía, spelling).

Noun

[edit]

ανορθογραφία (anorthografíaf (plural ανορθογραφίες)

  1. misspelling spelling error

Declension

[edit]
Declension of ανορθογραφία
singular plural
nominative ανορθογραφία (anorthografía) ανορθογραφίες (anorthografíes)
genitive ανορθογραφίας (anorthografías) ανορθογραφιών (anorthografión)
accusative ανορθογραφία (anorthografía) ανορθογραφίες (anorthografíes)
vocative ανορθογραφία (anorthografía) ανορθογραφίες (anorthografíes)
[edit]