Jump to content

ανομοιοκαταληξία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανομοιοκαταληξία (anomoiokatalixíaf (plural ανομοιοκαταληξίες)

  1. blank verse, rhymelessness
    Antonym: ομοιοκαταληξία (omoiokatalixía)

Declension

[edit]
Declension of ανομοιοκαταληξία
singular plural
nominative ανομοιοκαταληξία (anomoiokatalixía) ανομοιοκαταληξίες (anomoiokatalixíes)
genitive ανομοιοκαταληξίας (anomoiokatalixías) ανομοιοκαταληξιών (anomoiokatalixión)
accusative ανομοιοκαταληξία (anomoiokatalixía) ανομοιοκαταληξίες (anomoiokatalixíes)
vocative ανομοιοκαταληξία (anomoiokatalixía) ανομοιοκαταληξίες (anomoiokatalixíes)
[edit]