ανομοιοκατάληκτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανομοιοκατάληκτος • (anomoiokatáliktos) m (feminine ανομοιοκατάληκτη, neuter ανομοιοκατάληκτο)
- rhymeless, not rhyming
- Antonym: ομοιοκατάληκτος (omoiokatáliktos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανομοιοκατάληκτος (anomoiokatáliktos) | ανομοιοκατάληκτη (anomoiokatálikti) | ανομοιοκατάληκτο (anomoiokatálikto) | ανομοιοκατάληκτοι (anomoiokatáliktoi) | ανομοιοκατάληκτες (anomoiokatáliktes) | ανομοιοκατάληκτα (anomoiokatálikta) | |
genitive | ανομοιοκατάληκτου (anomoiokatáliktou) | ανομοιοκατάληκτης (anomoiokatáliktis) | ανομοιοκατάληκτου (anomoiokatáliktou) | ανομοιοκατάληκτων (anomoiokatálikton) | ανομοιοκατάληκτων (anomoiokatálikton) | ανομοιοκατάληκτων (anomoiokatálikton) | |
accusative | ανομοιοκατάληκτο (anomoiokatálikto) | ανομοιοκατάληκτη (anomoiokatálikti) | ανομοιοκατάληκτο (anomoiokatálikto) | ανομοιοκατάληκτους (anomoiokatáliktous) | ανομοιοκατάληκτες (anomoiokatáliktes) | ανομοιοκατάληκτα (anomoiokatálikta) | |
vocative | ανομοιοκατάληκτε (anomoiokatálikte) | ανομοιοκατάληκτη (anomoiokatálikti) | ανομοιοκατάληκτο (anomoiokatálikto) | ανομοιοκατάληκτοι (anomoiokatáliktoi) | ανομοιοκατάληκτες (anomoiokatáliktes) | ανομοιοκατάληκτα (anomoiokatálikta) |
Related terms
[edit]- ανομοιοκαταληξία f (anomoiokatalixía, “blank verse, rhymelessbess”)