Jump to content

ανομοιοκατάληκτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανομοιοκατάληκτος (anomoiokatáliktosm (feminine ανομοιοκατάληκτη, neuter ανομοιοκατάληκτο)

  1. rhymeless, not rhyming
    Antonym: ομοιοκατάληκτος (omoiokatáliktos)

Declension

[edit]
Declension of ανομοιοκατάληκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανομοιοκατάληκτος (anomoiokatáliktos) ανομοιοκατάληκτη (anomoiokatálikti) ανομοιοκατάληκτο (anomoiokatálikto) ανομοιοκατάληκτοι (anomoiokatáliktoi) ανομοιοκατάληκτες (anomoiokatáliktes) ανομοιοκατάληκτα (anomoiokatálikta)
genitive ανομοιοκατάληκτου (anomoiokatáliktou) ανομοιοκατάληκτης (anomoiokatáliktis) ανομοιοκατάληκτου (anomoiokatáliktou) ανομοιοκατάληκτων (anomoiokatálikton) ανομοιοκατάληκτων (anomoiokatálikton) ανομοιοκατάληκτων (anomoiokatálikton)
accusative ανομοιοκατάληκτο (anomoiokatálikto) ανομοιοκατάληκτη (anomoiokatálikti) ανομοιοκατάληκτο (anomoiokatálikto) ανομοιοκατάληκτους (anomoiokatáliktous) ανομοιοκατάληκτες (anomoiokatáliktes) ανομοιοκατάληκτα (anomoiokatálikta)
vocative ανομοιοκατάληκτε (anomoiokatálikte) ανομοιοκατάληκτη (anomoiokatálikti) ανομοιοκατάληκτο (anomoiokatálikto) ανομοιοκατάληκτοι (anomoiokatáliktoi) ανομοιοκατάληκτες (anomoiokatáliktes) ανομοιοκατάληκτα (anomoiokatálikta)
[edit]