Jump to content

ανοικοδομητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανοικοδομητικός (anoikodomitikósm (feminine ανοικοδομητική, neuter ανοικοδομητικό)

  1. of reconstruction, of rebuilding

Declension

[edit]
Declension of ανοικοδομητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοικοδομητικός (anoikodomitikós) ανοικοδομητική (anoikodomitikí) ανοικοδομητικό (anoikodomitikó) ανοικοδομητικοί (anoikodomitikoí) ανοικοδομητικές (anoikodomitikés) ανοικοδομητικά (anoikodomitiká)
genitive ανοικοδομητικού (anoikodomitikoú) ανοικοδομητικής (anoikodomitikís) ανοικοδομητικού (anoikodomitikoú) ανοικοδομητικών (anoikodomitikón) ανοικοδομητικών (anoikodomitikón) ανοικοδομητικών (anoikodomitikón)
accusative ανοικοδομητικό (anoikodomitikó) ανοικοδομητική (anoikodomitikí) ανοικοδομητικό (anoikodomitikó) ανοικοδομητικούς (anoikodomitikoús) ανοικοδομητικές (anoikodomitikés) ανοικοδομητικά (anoikodomitiká)
vocative ανοικοδομητικέ (anoikodomitiké) ανοικοδομητική (anoikodomitikí) ανοικοδομητικό (anoikodomitikó) ανοικοδομητικοί (anoikodomitikoí) ανοικοδομητικές (anoikodomitikés) ανοικοδομητικά (anoikodomitiká)
[edit]