Jump to content

ανοίκειος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈni.ci.os/
  • Hyphenation: α‧νοί‧κει‧ος

Adjective

[edit]

ανοίκειος (anoíkeiosm (feminine ανοίκεια, neuter ανοίκειο)

  1. unseemly, unsuitable

Declension

[edit]
Declension of ανοίκειος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοίκειος (anoíkeios) ανοίκεια (anoíkeia)
ανοικεία (anoikeía)
ανοίκειο (anoíkeio) ανοίκειοι (anoíkeioi) ανοίκειες (anoíkeies) ανοίκεια (anoíkeia)
genitive ανοίκειου (anoíkeiou)
ανοικείου (anoikeíou)
ανοίκειας (anoíkeias)
ανοικείας (anoikeías)
ανοίκειου (anoíkeiou)
ανοικείου (anoikeíou)
ανοίκειων (anoíkeion)
ανοικείων (anoikeíon)
ανοίκειων (anoíkeion)
ανοικείων (anoikeíon)
ανοίκειων (anoíkeion)
ανοικείων (anoikeíon)
accusative ανοίκειο (anoíkeio) ανοίκεια (anoíkeia)
ανοικεία (anoikeía)
ανοίκειο (anoíkeio) ανοίκειους (anoíkeious)
ανοικείους (anoikeíous)
ανοίκειες (anoíkeies) ανοίκεια (anoíkeia)
vocative ανοίκειε (anoíkeie) ανοίκεια (anoíkeia)
ανοικεία (anoikeía)
ανοίκειο (anoíkeio) ανοίκειοι (anoíkeioi) ανοίκειες (anoíkeies) ανοίκεια (anoíkeia)

Notes: The second forms are used in Ancient Greek and Katharevousa.

[edit]
  • and see: οίκος m (oíkos, house -formal-)